τροπωτῆρα

τροπωτῆρα
τροπωτήρ
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τροπωτήρα — η, Ν ναυτ. ο τροπωτήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού τροπωτήρ(ας), κατά τα θηλ.] …   Dictionary of Greek

  • τροπωτήρα — η 1. σκοινένιο ή δερμάτινο δαχτυλίδι που συνδέει το κουπί με το σκαρμό. 2. σκοινένιο σκουλαρίκι σε τροχίλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κουπί — Κομμάτι ξύλου διαμορφωμένο κατά τέτοιον τρόπο ώστε να χρησιμεύει για την πρόωση σκάφους με τη χρησιμοποίηση της μυϊκής δύναμης του ανθρώπου. Το κ. είναι μοχλός δεύτερου είδους, στον οποίο και η δύναμη και η αντίσταση εφαρμόζονται αντίστοιχα στη… …   Dictionary of Greek

  • σκαλμός — (I) ο, ΝΜΑ, και σκαρμός, Ν ναυτ. μικρή κυλινδρική ράβδος από ξύλο ή μέταλλο, στερεωμένη κατακόρυφα στην κουπαστή βάρκας, στο ελεύθερο άνω άκρο τής οποίας προσδένεται με τροπωτήρα το κουπί νεοελλ. 1. ζωολ. κοινή ονομασία τού ψαριού Synodus saurus… …   Dictionary of Greek

  • τροπώνω — τροπῶ, όω, ΝΑ [τροπός] ναυτ. συνδέω το κουπί με τον σκαλμό τοποθετώντας τον τροπωτήρα νεοελλ. ναυτ. τοποθετώ σχοινένιο δακτύλιο στον μακαρά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”